Σπέτσες, το διαμάντι του Αργοσαρωνικού.

Οι Σπέτσες είναι ιστορικό νησί του Αργοσαρωνικού κοντά στην Αργολική χερσόνησο, δεξιά της εισόδου του Αργολικού κόλπου.

Βρίσκεται σε απόσταση 1,5 μιλίου από την Ερμιονίδα και 50 μιλίων από τον Πειραιά. Από το Πόρτο Χέλι αναχωρούν καθημερινά ιπτάμενα δελφίνια και πλοιάρια για τις Σπέτσες.

Το νησιωτικό σύμπλεγμα των Σπετσών απαρτίζουν πέντε ακόμη νησίδες: η Σπετσοπούλα, ο Άγιος Ιωάννης και οι δύο γειτονικές νησίδες του, καθώς και το Μικρό Μπούρμπουλο (Πετροκάραβο), λίγο πάνω από το βόρειο ακρωτήρι των Σπετσών.

Αξιοθέατα

Στις Σπέτσες, εκτός από τις υπέροχες παραλίες της, πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφτείτε και να θαυμάσετε τα πιο κάτω αξιοθέατα του νησιού Την ιστορική πλατεία της Ντάπιας στο λιμάνι, παλιό πυροβολείο και τόπο συγκέντρωσης των καπεταναίων και των αρχόντων του 1821. Σήμερα είναι το επίκεντρο της τουριστικής κίνησης στην πρωτεύουσα του νησιού με τις καρέκλες και τα τραπεζάκια των ζαχαροπλαστείων να έχουν εκμεταλλευτεί ακόμα και το τελευταίο εκατοστό χώρου, δίπλα στα κανόνια που χρησιμοποιούσαν οι Σπετσιώτες αγωνιστές στον πόλεμο του 1821. Το σπίτι του Χατζήγιάννη Μέξη, πρώτου άρχοντα και ευεργέτη των Σπετσών. Εδώ, σήμερα στεγάζεται το Μουσείο των Σπετσών από το 1939 που λειτουργεί ως αρχαιολογική ιστορική και λαογραφική συλλογή, με κειμήλια της Επανάστασης, επιστολές του Κολοκοτρώνη και του Αθανάσιου Διάκου και τα οστά της Μπουμπουλίνας. Πίσω από την Ντάπια, το Αρχοντικό της Μπουμπουλίνας,με το μοναδικό σκαλιστό ταβάνι στη μεγάλη σάλα, ανακαινίστηκε και λειτουργεί ως μουσείο από το 1992, με ζωντανή ξενάγηση κατά την οποία ο επισκέπτης ακούει για τη ζωή και το έργο της Μπουμπουλίνας και συγχρόνως βλέπει κειμήλια του Αγώνα, προσωπικά αντικείμενα της ηρωίδας και άλλα αξιόλογα εκθέματα. Επίσης πίσω από την Ντάπια, το εξαίσιο αρχιτεκτονικά διώροφο νεοκλασσικό και λιθόκτιστο σπίτι του ευεργέτη των Σπετσών Σ. Ανάργυρου. Το υπέροχο αυτό κτίσμα-κόσμημα για το νησί με τον νεοκλασικό του ρυθμό και τις δύο αιγυπτιακές σφίγγες να δεσπόζουν δεξιά και αριστερά της εισόδου, ξεχωρίζει με την ποιότητα της σύνθεσης και της κατασκευής του. Σήμερα σε αυτό στεγάζεται το Πνευματικό κέντρο των Σπετσών. Το Ξενοδοχείο "Ποσειδώνιο", όραμα του ευπατρίδη ευεργέτη Σωτήριου Ανάργυρου που συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη των Σπετσών. Το «Poseidonion Grand Hotel» άνοιξε τις πόρτες του για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1914 χαρίζοντας στο νησί κοσμοπολίτικη λάμψη. Βρίσκεται στην πλατεία της Μπουμπουλίνας, στην οποία πραγματοποιούνται όλες οι μεγάλες εκδηλώσεις του νησιού με γνωστότερη την αναπαράσταση της Ναυμαχίας των Σπετσών το 1822, γνωστή ως "Αρμάτα". Την Αναργύρειο - Κοργιαλένειο Σχολή, κοντά στο ξενοδοχείο «Ποσειδώνιο», που ιδρύθηκε το 1927. Οι εξαιρετικές εγκαταστάσεις της εκτείνονται σε 130 στρ. με ιδιόκτητο ελαιώνα και επιπλέον 9.000 στρ. ιδιωτικού δάσους. Περιλαμβάνουν 5 κύρια κτίρια, εκ των οποίων τα 4 έχουν σχεδιασθεί και λειτουργούν ως κοιτώνες, ενώ το κεντρικό κτίριο εμβαδού 5.500 τ.μ. διαθέτει αμφιθέατρα (40-120 θέσεων), αίθουσες συνεδριάσεων και διδασκαλίας, αίθουσα τύπου, εργαστήρια, εστιατόριο με κουζίνα κλπ. Ακόμη διαθέτει υπαίθριο θέατρο, στο πρότυπο των αρχαίων θεάτρων, για πολιτιστικές εκδηλώσεις, παραλία με θαλάσσια σπορ και πλήθος αθλητικών εγκαταστάσεων (γήπεδα ποδοσφαίρου με νυκτερινό φωτισμό, μπάσκετ κλπ.). Η εκκλησία της Αγίας Τριάδας χτισμένη το 1793, παλιά μητρόπολη του νησιού, στο πιο ψηλό σημείο της πόλης, με το υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο της Κοίμησης της Θεοτόκου. Κοντά στο Φάρο, βρίσκεται το εκκλησάκι της Παναγίας της Αρμάτας, που χτίστηκε ύστερα από τη νίκη των Σπετσιωτών, των Υδραίων και των Ψαριανών εναντίον των Τούρκων, στις 8 Σεπτεμβρίου 1822. Τη σπηλιά του Μπεκίρη, παλιό καταφύγιο των αγωνιστών, στους Αγίους Αναργύρους, στο πίσω μέρος του νησιού, στο οποίο οι παλιοί Σπετσιώτες έκρυβαν τα γυναικόπαιδα στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Το Παλιό Λιμάνι με τα παραδοσιακά καρνάγια που διατηρούνται μέχρι σήμερα μεταφέροντας από γενιά σε γενιά τα μυστικά του καλαφατίσματος των σκαριών. Στην περιοχή βλέπουμε πανέμορφα κτίσματα -παλιά και νέα- που διατηρούν το νησιώτικο χρώμα και την αρχιτεκτονική παράδοση. Μαζί τους εστιατόρια πάνω στη θάλασσα, καφέ, μπαρ και κλαμπ που δίνουν ξεχωριστή αίγλη στη νυκτερινή ζωή και στο κοσμοπολίτικο ύφος στις Σπέτσες.

Ιστορία

Από την Πρωτοελλαδική εποχή μέχρι και τον 17ο αιώνα Οι Σπέτσες, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, πρωτοκατοικήθηκαν από την Πρωτοελλαδική εποχή, δηλαδή περίπου από το 2.300 π.Χ. Μαζί με τα ευρήματα της Πρωτοελλαδικής εποχής βρίσκονται και άλλα των Μυκηναϊκών χρόνων και κατόπιν των πρώτων Βυζαντινών αιώνων. Ανέκαθεν οι Σπέτσες χρησιμοποιούνταν ως σταθμός ανεφοδιασμού των πλοίων που κατευθύνονταν προς τις Πελοποννησιακές ακτές. Από το 1200 μέχρι 1460 οι Σπέτσες υπάγονται στους Ενετούς, τους οποίους διαδέχονται οι Τούρκοι. Τον 15ο αιώνα ο πληθυσμός των Σπετσών αποτελείτο κυρίως από Χριστιανούς Αρβανίτες. Τον 17ο αιώνα ο πληθυσμός του νησιού αυξήθηκε από πλήθος κόσμου που προέρχονταν από τις Πελοποννησιακές περιοχές της Τσακωνιάς (Λεωνίδιο – Τυρός), Κυνουρίας, Αργολίδας και Ερμιονίδας. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο αρχικός μεσαιωνικός συνοικισμός των Σπετσών ήταν κτισμένος στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, στην σημερινή περιοχή «Καστέλλι» που θα πει νησιώτικο κάστρο. Ο συνοικισμός ήταν περιτειχισμένος και είχε την ακρόπολη στο λόφο όπου βρίσκεται σήμερα ο ναός του Αγίου Βασιλείου. Το 1769 οι Σπέτσες συμμετείχαν στην επανάσταση της Πελοποννήσου, γνωστή ως “Ορλωφικά” και για το λόγο αυτό η πόλη τους καταστράφηκε ολοκληρωτικά στο τέλος του 1770 από τους Τούρκους. Οι Σπετσιώτες τότε διέφυγαν στις απέναντι περιοχές της Πελοποννήσου, μέχρι το 1774 που πήραν αμνηστία από τους Τούρκους και επέστρεψαν στο νησί, κοντά στην περιοχή της παραλίας της Μπάλτιζας (Παλιό Λιμάνι) και άρχισαν να ασχολούνται με τη ναυτιλία και το θαλάσσιο εμπόριο. Το 1790 βοήθησαν τον Λάμπρο Κατσώνη και πάλι για το λόγο αυτό υπέστησαν μεγάλες διώξεις από τους Τούρκους. Τα Προεπαναστατικά χρόνια Η χρυσή εποχή του νησιού αρχίζει τον 18ο αιώνα και επεκτείνεται στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Την εποχή αυτή σημαντικότατη ανάπτυξη σημείωσε η Ναυτιλία, ναυπηγώντας εκτός των άλλων “Λατινάδικα”, “σαχτούρια”, αλλά και μεγαλύτερα πλοία που έπλεαν σε όλη την Μεσόγειο, μέχρι και την Μαύρη Θάλασσα. Αυτός ήταν ένας σημαντικότατος παράγοντας για τη συγκρότηση ισχυρότατου στόλου, ο οποίος διατηρήθηκε μέχρι το 1854. Το νησί αποκτά μεγάλη Ναυτική και Εμπορική ισχύ και εκμεταλλεύεται πλήρως τη Γαλλική επανάσταση και το Γαλλο-Ισπανικό πόλεμο, σπάζοντας πολλές φορές τον αποκλεισμό των λιμανιών της Μεσογείου που είχαν επιβάλει οι Άγγλοι, μεταφέροντας σιτηρά. Η Οικονομική ανάπτυξη των Σπετσών, λόγω των κερδών που αποκόμισαν, ήταν τεράστια για εκείνη την εποχή και οι Σπέτσες ήταν έτοιμες να προσφέρουν πολύτιμη βοήθεια στον αγώνα της Επανάστασης του 1821 για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό. Η συμμετοχή των Σπετσών στην Επανάσταση του 1821 Όταν άρχισε η Επανάσταση του 1821, οι Σπέτσες ήταν το πρώτο από τα τρία μεγάλα ναυτικά νησιά (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά), που ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης, στις 3 Απριλίου του 1821, μετά τη Δοξολογία στον Ναό του Αγίου Νικολάου. Συγκρότησαν τοπική διοίκηση και αποφάσισαν να γνωστοποιήσουν τα γεγονότα στην Ύδρα, τα Ψαρά και σε όλα τα μέρη με τα οποία οι Σπέτσες βρίσκονταν σε επικοινωνία. Ταυτόχρονα ο Σπετσιώτικος στόλος ανέλαβε και πέτυχε τον αποκλεισμό δύο σπουδαίων φρουρίων της πελοποννησιακής ακτής της Μονεμβασιάς, υπό την αρχηγία του Γ. Πάνου και του Ναυπλίου με αρχηγό τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Τα κάστρα αυτά ήταν πραγματικά απόρθητα στις επιθέσεις από ξηρά. Ο μόνος τρόπος για να “πέσουν” ήταν ο θαλάσσιος αποκλεισμός ώστε να σταματήσει η τροφοδοσία τους από τα τουρκικά και συμμαχικά προς αυτούς πλοία. Με τις ενέργειες αυτές των Σπετσιωτών επιταχύνεται η προσχώρηση στην Επανάσταση της Ύδρας και των Ψαρών. Συγχρόνως ο στόλος των Σπετσών βύθισε και κυρίεψε τουρκικά πλοία στο Αιγαίο και ενίσχυσε τον αγώνα του Έθνους με τον αποκλεισμό λιμανιών και τη μεταφορά εφοδίων. Τον Ιούλιο του 1821, Σπετσιώτικα πλοία καταναυμάχησαν κοντά στη Σάμο και πυρπόλησαν μέρος του τουρκικού στόλου και λίγο αργότερα κατόρθωσαν να αποκρούσουν ισχυρό τουρκικό στόλο στον όρμο των Κιτριών της Μάνης. Στις 23 Ιουλίου του 1821 παραδόθηκε η Μονεμβασιά ύστερα από 4μηνη πολιορκία, κατά την οποία οι Σπετσιώτες αγωνίστηκαν ηρωικά. Και στην άλωση της Τριπολιτσάς οι Σπετσιώτες έπαιξαν επίσης σπουδαίο ρόλο. Έλαβαν μέρος από την αρχή στην πολιορκία της πόλεως και κατά την ημέρα της Άλωσης – 23 Σεπτεμβρίου του 1821 – οι Σπετσιώτες πρώτοι από όλους τους Έλληνες πολιορκητές έφτασαν στα τείχη της πόλης. Μετά την καταστροφή του Δράμαλη από τον Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια ο αγώνας για τους τούρκους στην Πελοπόννησο είχε κριθεί. Ελάχιστα ήταν τα φρούρια που πρόβαλλαν αντίσταση και μεταξύ αυτών το περίφημο φρούριο του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο. Το φρούριο αυτό το πολιορκούσε από τη ξηρά ο Δημήτρης Υψηλάντης και από τη θάλασσα η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα με τους Σπετσιώτες να δείχνουν γενναιότητα, αυτοθυσία και να προσπαθούν με τις βάρκες τους και κάτω από καταιγισμό κανονιοβολισμών να αποβιβαστούν και να καταλάβουν το απόρθητο κάστρο. Ο Τουρκικός στόλος σε μια ύστατη προσπάθεια να ανεφοδιάσει το Ναύπλιο έπλευσε προς τον Αργολικό Κόλπο με σχέδιο να επιτεθεί πρώτα εναντίον των Σπετσών και ύστερα κατά της Ύδρας. Ο Μέξης ανέλαβε την άμυνα του νησιού μαζί με τα παιδιά του, τους συγγενείς του και 30 άλλους Σπετσιώτες πολεμιστές στήνοντας στο νησί τρία κανονιοστάσια και φροντίζοντας να απομακρύνει τα γυναικόπαιδα από το νησί, μεταφέροντας τα στην Ύδρα, που θεωρούνταν δυσπρόσιτη εξαιτίας του απόκρημνου εδάφους της. Στις 8 Σεπτεμβρίου τα εχθρικά πλοία εμφανίστηκαν μπροστά από τις Σπέτσες και συγκεκριμένα στην περιοχή ανάμεσα στα νησιά Τρίκερι και Σπετσοπούλα. Ο άνεμος, που ήταν βορειοανατολικός την ημέρα εκείνη, ευνοούσε τον εχθρικό στόλο και ο Ελληνικός στόλος αποτελούμενος από Σπετσιώτικα, Υδραίικα και Ψαριανά πλοία, με αρχηγό τον Ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, θέλησε να κινηθεί προς το μυχό του Αργολικού κόλπου σε μια προσπάθεια να παρασύρει εκεί τα εχθρικά πλοία και να τα καταναυμαχήσει. Ο Μιαούλης ύψωσε και το σχετικό σήμα, ώστε ο στόλος να τον ακολουθήσει. Την ίδια στιγμή όμως οι Σπέτσες έμεναν ανυπεράσπιστες. Τότε οι Σπετσιώτες πλοίαρχοι Ι. Τσούπας, Δ. Λάμπρου και Ι. Κούτσης μαζί με τον Υδραίο πλοίαρχο Α. Κριεζή δεν υπάκουσαν στις διαταγές του ναύαρχου Μιαούλη και επιτέθηκαν στους τούρκους αν και η υπεροχή του τουρκικού στόλου σε αριθμό, μέγεθος και οπλισμό ήταν μεγάλη. Λίγο αργότερα και άλλοι Σπετσιώτες πλοίαρχοι ενώθηκαν με τους πρώτους στην προσπάθεια να απωθήσουν τον εχθρό και παρά τον αντίθετο άνεμο, κατέφθασαν και άλλα Ελληνικά πλοία. Η ναυμαχία συνεχίστηκε μέχρι τις απογευματινές ώρες και ο θόρυβος από τις εκπυρσοκροτήσεις των πυροβόλων των 140 και πλέον πλοίων που έπαιρναν μέρος στη ναυμαχία ήταν τόσο μεγάλος, ώστε σειόταν το έδαφος της Ύδρας. Ο χώρος μεταξύ Ύδρας και Σπετσών είχε καλυφτεί με τόσο καπνό ώστε οι Υδραίοι νόμισαν πως καιγόντουσαν οι Σπέτσες. Η στιγμή ήταν πολύ κρίσιμη και η χρήση των πυρπολικών ήταν δύσκολη λόγω του πυκνού καπνού που κάλυπτε τα πάντα, αν και ο Υδραίος πυρπολητής Πιπίνος είχε ήδη χρησιμοποιήσει με επιτυχία το πυρπολικό του πάνω σε ένα αλγερινό βρίκι. Την στιγμή αυτή εμφανίζεται ο Σπετσιώτης πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης, ατρόμητος, αποφασιστικός και με το μαχαίρι στο χέρι, πηδάει στη πρύμνη του πυρπολικού του, παρασύρει με το θάρρος του το πλήρωμά του και μέσα σε πανδαιμόνιο κανονιοβολισμών εφορμά στο κέντρο του τουρκικού σχηματισμού με στόχο την ανάφλεξη της τουρκικής ναυαρχίδας. Η τουρκική ναυαρχίδα αναφλέγεται και καταποντίζεται – όπως αναφέρει η παράδοση – μπροστά στο λιμάνι. Οι τούρκοι εκπλήσσονται από το θάρρος και την παράτολμη αυτή ενέργεια και αρχίζουν να υποχωρούν και έτσι ο τουρκικός στόλος λίγο αργότερα αφήνει τον Αργολικό Κόλπο. Τον Ιούλιο του 1822 ο Σπετσιώτικος στόλος στάλθηκε στη Σούδα της Κρήτης εναντίον μοίρας του αιγυπτιακού στόλου, τον οποίο κατεδίωξε μέχρι τον Ελλήσποντο. Τον ίδιο χρόνο κατόρθωσαν να αποκρούσουν επίθεση του τουρκικού στόλου στο νησί τους. Λόγω της έλλειψης ανεφοδιασμού, το Ναύπλιο παραδίδεται στους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822. Τα επόμενα χρόνια οι Σπετσιώτες συνεχίζουν ακατάπαυστα τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας μέχρι την άφιξη του Καποδίστρια (1828). Διαπρέπουν κυρίως στις ναυμαχίες της Σάμου, Κω, Γέροντα και στον αγώνα της κατά θάλασσα στήριξης του στενά πολιορκούμενου Μεσολογγίου.

Αναζήτηση

Εγγραφείτε για να βλέπετε τις τιμές των προσφορών τη στιγμή που θα εγγραφείτε!

Δεν στέλνουμε spam! Διαβάστε την πολιτική απορρήτου μας για περισσότερες λεπτομέρειες.